Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

...Εξαιρετικά αφιερωμένο...




Γύρισες σπίτι πάλι σήμερα.Μας έλειψες γιαγιά.Περαστικό να 'ναι..Ελπίζουμε.Για πόσο ακόμα;Είσαι δυνατή πολύ..Πάντα θαύμαζα αυτό το πείσμα και το δυναμισμό σου.Αυτή την αγάπη με την οποία αγκάλιαζες τη ζωή και τους γύρω σου.Μα ακόμα πιο πολύ σε θαύμαζα για την καλοσύνη και την αρχοντιά που έκρυβες μέσα σου.

Κοιτάζω τώρα αυτά τα μελαγχολικά μ ο β μάτια που αγάπησα από μικρό.Κουρασμένα φαίνονται, υγρά και γεμάτα απογοήτευση.Μην παραδίνεσαι ακόμα.Τόσες φορές τα κατάφερες.Είσαι δυνατή!Το ξέχασες;Σε παρακαλώ ακουσέ με..μπορείς.Μη λες ανοησίες..δεν είσαι βάρος!Πώς τολμάς να το λες αυτό;Δε μας σκέφτεσαι;Σωπαίνεις.Σ' αγκαλιάζω και γέρνεις το κεφάλι σου στον ώμο μου. "Είσαι η αγαπημένη μου, να το θυμάσαι"..σιγοψυθιρίζεις κι εγώ βουτάω πιο βαθιά μέσα στην αγκαλιά σου.Νιώθω τόση θ α λ π ω ρ ή, μα και τόση αγωνία, τόσο πόνο. Πονάς κι εγώ πονάω πιο πολύ..Εύχομαι να μπορούσα να σε βοηθήσω.Μακάρι να ήταν στο χέρι μου.Συγχώρεσέ με... Ο πόνος γίνεται αβάσταχτος.Σε σφίγγω να μη σε χάσω.Κάτι μπήκε στο μάτι μου.Κρύβω το βλέμμα μου, κλείνω τα βλέφαρα και ανακαλώ τις όμορφες εικόνες που μου χάρισες...

"Όνομα, ζώο, πράγμα" και "Κρεμάλα"...θυμάσαι;Τα αγαπημένα μας παιχνίδια...

<< -Σαββατόβραδο πάλι.Θα φύγουν οι γονείς γιαγιά!Ζήτωωω!Θα παίξουμε και μετά θα δούμε ελληνική ταινία.Θα σ' έχω δική μου, όλη δική μου.

-Ναι καλό μου.Θα παίξουμε και τη μικρή όμως..και δε θα κλέβεις, έτσι;κι εγώ θα φτιάξω το αγαπημένο σας: τηγανιτές πατάτες και καλτσούνια.

-Ναιιιι! >>

Σ' έσφιγγα με μανία, δε χόρταινα να σ' αγκαλιάζω, να σε φιλάω, να σου χαϊδεύω τα μαλλιά.

<< -Πάλι μου ανακάτωσες τα μαλλιά βρε!Βάλε το ποδαράκι σου στη μέση μου να ξεπονέσει.

-Ναι γιαγιά.Σ' αγαπώ μέχρι τον ουρανό.Θες να σε τρίψω κιόλας; >> Σ' έτριβα απαλά να μη μου σπάσεις.Πάντα ήσουν τόσο αδύνατη.Σαν εύθραυστη κουκλίτα με κοντά γκρίζα μαλλιά.Τώρα είσαι πιο εύθραυστη από ποτέ.Σε κρατάω να μην πέσεις.

<< -Έλα ανέβα το σκαλοπάτι, μπορείς...

-Κάποτε ήμουν άνθρωπος καλό μου, τώρα τίποτα.

-Σώπα γιαγιά, μη μιλάς έτσι.Κάνε υπομονή σε λίγες μέρες έρχεται κι ο Γιάννης μα; από Αμερική.

-Δε θα τον προλάβω αγάπη μου.

-Όχι, λάθος κάνεις.Θα δεις..θα γίνεις καλά και θα γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα όλοι μαζί!>> Πού πήγε το κουράγιο σου;Πού πήγε η ανθεκτική καρδούλα σου;

Το μυαλό μου ταξιδεύει ακόμα πιο πίσω.Σ' εκείνα τα όμορφα καλοκαιρινά βράδια στο σπίτι μας στην Κρήτη.Ξυπνούσα μεσάνυχτα, καθόμουν στο ταρατσάκι και θαύμαζα τη λειψοφεγγαριά και τον ξάστερο ουρανό.Τ' αστέρια τρεμόπαιζαν και οι γρίλοι σιγοτραγουδούσαν στο δικό τους ρυθμό.Σε ξυπνούσα κι εσένα να μου κάνεις παρέα. Άρχιζες τότε τις ιστορίες.Θυμάσαι εκείνη με τη γριά, το γέρο και τα καρύδια;Πόσο μαγικές ήταν οι νύχτες εκείνες!Δε θα τις άλλαζα με τίποτα...

Ώρες ώρες αναμασάω εκείνα που μου 'χες πει ένα αυγουστάτικο δειλινό στην Κρήτη. Ο γιος σου μόλις είχε αναχωρήσει για Αμερική κι εσύ είχες τη γνωστή μελαγχολική έκφραση στο πρόσωπό σου.

<< -Έφυγε γιαγιά ο θείος!Θα μας λείψει πολύ.Τόσες μέρες κοντά μας τον είχαμε συνηθίσει.

-Η ίδια ιστορία εδώ και χρόνια.Αναγκάστηκα να τον αποχωριστώ μικρό μικρό.Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών και τον έβαζα στο πλοίο για Αθήνα.Ποτές μου δεν τον χάρηκα.Στη ζωή σου πρέπει να κάνεις την καρδιά σου πέτρα και να προχωράς......>>

Κρατάω στα χέρια μου τα γυαλάκια σου.Μ' άρεσαν εκείνα τα χειμωνιάτικα απογεύματα στο σαλόνι που μου ζητούσες να σου φέρω τα γυαλιά σου για να λύσουμε μαζί σταυρόλεξα.Μα ακόμα πιο πολύ λάτρευα να παρακολουθώ τις αργές και σίγουρες κινήσεις σου. Έπιανες στα χέρια τα γυαλάκια με το κορδονάκι σαν κάτι πολύτιμο, τα φορούσες και βυθιζόσουν στις εφημερίδες.Αυτά τα αμυγδαλωτά μάτια φάνταζαν ακόμα πιο όμορφα πίσω απ' τα "γιαγιαδίστικα" γυαλιά.

Νύχτωσε.Ξαπλώνω.Φοβάμαι.Τρομάζω και μόνο στην ιδέα του χθεσινού εφιάλτη.Τρέμω, νιώθω πως θα 'ρθει να με βρει το ίδιο και το ίδιο όνειρο που βλέπω μήνες τώρα...ότι ξυπνάω κι έχεις φύγει.. τόσο απότομα.. τόσο αθόρυβα.Κλείνω στην αγκαλιά μου το αραχνοϋφαντο μαξιλαράκι που μου 'χες πλέξει και νιώθω ν ' αγκαλιάζω τη μυρωδιά σου.Πόσο βασανιστικό είναι ν 'αργοσβήνει αυτή η μυρωδιά.Σήμερα ήθελα να σκουπίσω το δάκρυ απ' το μάγουλό σου, αλλά προτίμησα να παρατηρήσω την πορεία του.Εκείνο κύλησε και έβρεξε τα σφιγμένα απ' τον πόνο χείλη σου.Δε μιλάς συχνά.Σωπαίνεις πια.Κάθεσαι σκυφτή και μου απλώνεις το χέρι που και που.Θα το βρω αυτό το χεράκι, όπου κι αν πάει.Στο υπόσχομαι.Μια μέρα θα το βρω και θα 'μαστε πάλι μαζί..Και τότε δε θα μας χωρίσει κανείς.



'Αργησα Pixie μου αλλά ανταποκρίθηκα το παιχνίδι σου....Το παραπάνω κέιμενο είναι επίσης εξαιρετικά αφιερωμένο σ' ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου...

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

αναμνήσεις




Σε λίγο καιρό θα 'ναι ένας χρόνος. Γυρνάω πίσω εκεί που σε πρωτοσυνάντησα. Μαζί φύγαμε, μόνη επιστρέφω...Μια βαλίτσα στο χέρι και μια άδεια καρδιά θα συνοδέψουν το ταξίδι μου. Άδεια; Δε θα το λεγα. Η καρδιά πιο βαριά απ' τη βαλίτσα. Με δυσκολία τη σηκώνω και ξεκινάω αυτό το ταξίδι.

Μετράω μέρες, ώρες, στιγμές για να φτάσω κοντά σου...θάλασσά μου. Μου 'λειψες, όπως μου λείπει εκείνος. Ευχήθηκα να μας βρεις και τους δυο, τώρα θα βρεις μόνο εμένα. Πιο μόνη από ποτέ. Χάρισέ μου λίγη από τη συντροφιά σου.

Γυρνάω πίσω. Με το μυαλό ζωντανεύω ήχους κι εικόνες που με ανάθρεψαν. Το καράβι δένει. Ένα απαλό πρωινό αεράκι μου χαϊδεύει τα μάγουλα. Είναι μια δόση πνοής που συνοδεύει τη ζεστή κι ηλιοκαμένη μέρα στο νησί. Επιτέλους το καλοκαίρι είναι εδώ, οι διακοπές μόλις άρχισαν. Φτάνω στο σπίτι που τόσο λατρεύω. Ανυπομονώ ν' ανοίξω τη μπαλκονόπορτα να ξεκλέψω λίγο απ' το μπλε σου...Λάδι σήμερα η θάλασσα...Δε βλέπω την ώρα να βουτήξω, να τη νιώσω, να την πιω. Κι όταν το μεσημέρι φτάνει, η δροσιά της βεράντας είναι αρκετή για μια καλοκαιρινή ανάπαυλη. Το τραγούδι που μουρμουρίζουν ρυθμικά τα τζιτζίκια με ξεσηκώνει, μετά με νανουρίζει..Ταιριάζει τόσο με το ζεστό ήλιο. Σα να 'ναι όλα σχεδιασμένα απο κάποιον με απόλυτη ακρίβεια.

Φέρνω στο μυαλό μου τα δειλινά που έζησα στο μπαλκόνι μου. Κοιτώ τον ήλιο να βουτά μες στη θάλασσα. Η φορτέτζα απέναντί μου βαμμένη κι αυτή στο κοκκινωπό χρώμα της δύσης του ήλιου. Πόσο αγαπώ αυτό το κάστρο. Έχει ντύσει τις ιπποτικές ιστορίες των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.

Το βράδυ φτάνει και το φεγγάρι λούζει το νησί. Χιλιάδες φώτα και φαναράκια στολίζουν τα στενά σοκάκια. Το κυματάκι της θάλασσας σκεπάζεται απ'τις τρελλές μουσικές των μαγαζιών. Χαμόγελα προδίδουν την καλοκαιρινή διάθεση. Σ' ένα απ΄αυτά τα σοκάκια έπεσα πάνω στο δικό σου χαμέγελο το τελευταίο καλοκαίρι. Αντιστάθηκα. 'Ηταν όμως τόσο αληθινό, τόσο αυθόρμητο..Πώς να μη σε κερδίσει...

Μια καρδιά από άμμο; Εγώ τη σχεδίασα; Εσύ; Ή και οι δυο; Φέτος επιστρέφω στο νησί. Η καρδιά είχε δώσει υπόσχεση να γυρίσουμε μαζί. Το λάθος ήταν ότι τη σχεδιάσμε στην άμμο και η αντάρα της θάλασσας την έσβησε. Πόσο δυνατή είναι αυτή η θάλασσα; Τώρα παρακαλάω να μου δώσει λίγη από τη δύναμη της. Να σβήσω κι εγώ από μέσα μου αυτή την καρδιά από άμμο.

Μια καρδιά από άμμο είπαμε. Κι όμως είναι τόσο βαριά...

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

soul's labyrinth. . .




Πώς είναι να σκοτώνεσαι άραγε; Πώς είναι όταν πεθαίνεις; Πώς είναι όταν αφήνεις πίσω μια ζωή και ψάχνεις για μια άλλη; Μισώ αυτό το δρόμο. Δε με βγάζει πουθενά. Έγινε λαβύρινθος το μονοπάτι και χάθηκα. Έχασα τον εαυτό μου. Τριαντάφυλλα που συνάντησα κατά καιρούς με ξεγέλασαν με την ομορφιά τους, με τρύπησαν με τ' αγκάθια τους. Ματώνω έξω...ματώνω μέσα...Κλείνει η πληγή, μα το σημάδι μένει. Πού θα βγάλει αυτό; Πουθενά πουθενά πουθενά. Ο αντίλαλος με κουφαίνει, με ζαλίζει, με ρίχνει κάτω. Για ακόμα μια φορά δεν κρατιέμαι από κάπου.

Τώρα καταλαβαίνω. Εγώ είμαι εκείνη που επέλεξα αυτό το δρόμο...να σκέφτομαι και παρόλα αυτά να αγνοώ τη σκέψη μου. Να συνεχίζω ν΄ακολουθώ το λάθος δρόμο που επέλεξε η ψυχή μου. Με αυτοκτονία μοιάζει. Σα να θέλει να πεθάνει αυτή η ψυχή. 'Ομως δε θέλω να την αφήσω έτσι να χάνεται. Κάτι πρέπει να κάνω. Με χρόνους με καιρούς θα παλέψω να τη σώσω. Θα γκρεμίσω το λαβύρινθο και θα χτίσω το δρόμο για την ευτυχία. Εκεί θα την αφήσω να πλανάται. Εκεί θα μάθει να χαίρεται μόνο και μόνο που είναι ζωντανή...Δε θα χάνεται, δε θα 'χει ανάγκη να 'ναι αποδεκτή απ' τους άλλους. Αρκεί που την αποδέχομαι εγώ..κι αυτό φτάνει. Είναι στ' αλήθεια μια άλλη ζωή; Ή είναι ο τρόπος που ντύνω τη ζωή μου;

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008


..είναι τότε που το βάρος δεν αφήνει περιθώρια έκφρασης..τα λόγια κομπιάζουν, τα καταπίνεις και σε πνίγουν..πνίγεσαι κ εσύ μαζί τους. Δεν έχεις τη δύναμη να μιλήσεις, να φωνάξεις να ουρλιάξεις...ώρες, μέρες, μήνες πάνε έτσι. Μόνο κάποια τραγουδάκια μένουν να σου κρατούν συντροφιά. Δίνουν φωνή στα δάκρυά σου. . .


"Γεμάτο δάκρυα στάζει το πέλαγος

μοιάζει το χιόνι σου φέτος να καίει

μοιάζει το μέλλον να είν' απροσπέραστο

σ'ένα παρόν που στενάζει και κλαίει

είναι χλωμό τ' ουρανού το στερέωμα

και τούτη η πόλη φαρμάκι να στάζει

έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα

να σ'αντικρύζω καθώς θα χαράζει


Όσο μ'αγάπησες τόσο σε πρόδωσα

όσο με πρόδωσες σ'είχα αγαπήσει

όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα

κι όσο με μίσησες μ'έχω μισήσει

κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο

κι είναι έν' αύριο δίχως εικόνες

ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο

ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες


Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα

μοιάζει με πίνακα που 'χει ξεβάψει

κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα

να μου θυμίζει ό,τι έχω ξεχάσει

έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα

όταν σε είχα σ'αυτή συναντήσει

έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα

όταν στην άβυσσο μ'είχες αφήσει


Όσο μ'αγάπησες τόσο σε πρόδωσα

όσο με πρόδωσες σ'είχα αγαπήσει

όσο με άφηνες τόσο σε άφηνα

κι όσο με μίσησες μ'έχω μισήσει

κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο

κι είναι έν' αύριο δίχως εικόνες

ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο

ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες............."



και μετά σιωπή και συνεχίζει η σκέψη


. . . . . . . . . έχω πια χάσει καιρό το δικαίωμα να σ' αγγαλιάζω καθώς θα βραδιάζει. . . . . . . . .

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

...όνειρα καλοκαιρινής νυχτός


Περνούσα σήμερα απ' το παρκάκι κοντά στο σπίτι σου. Ο ήλιος μόλις είχε δύσει, αλλά ακόμα δεν είχε νυχτώσει. Νομίζεις ότι αυτή είναι η πιο όμορφη ώρα της μέρας, αλλά και η πιο μελαγχολική. Οι φυλλωσιές των δέντρων κουνιόνταν απαλά πέρα δώθε και μύρισα το καλοκαίρι που έρχεται, όπως τότε...Τα παγκάκια εκεί πάντα στην ίδια θέση. Ένα, δυο μόνο μου φάνηκαν φρεσκοβαμμένα. Διέσχισα γρήγορα το πάρκο προσπαθώντας ν΄αποφύγω τ΄αδιάκριτα βλέμματα των έφηβων λυκειόπαιδων. Οι νεαροί έκοβαν βόλτες πάνω κάτω καταστρώνοντας σχέδια εντυπωσιασμού. Ποιον θέλουν να εντυπωσιάσουν άραγε; Τους φίλους τους, τις κοπέλες ή τους ίδιους τους εαυτούς τους; Δυο κοπελίτσες κάθονταν σ' ένα παγκάκι πιο πέρα. Σα ν' αντάλλασσαν χαμόγελα με τους νεαρούς και μυστικά μεταξύ τους.


Και τότε θυμήθηκα εκείνα τα όμορφα δειλινά μου μας έβρισκαν στα παγκάκια αυτού του μικρού πάρκου. Μόλις είχαμε τελειώσει τις εξετάσεις και ετοιμαζόμασταν να βουτήξουμε στο καλοκαίρι που θα ΄ρχόταν. Ακόμα νοιώθω στο πρόσωπό μου, στο κορμί μου, στην ψυχή μου εκείνο το δροσερό, καθάριο αεράκι που φυσούσε τα δειλινά στο μικρό μας παρκάκι. Μιλούσαμε ώρες ατέλειωτες για το σχολείο που μόλις τέλειωσε για την εφηβική ζωή που αφήναμε και για το μέλλον που θα 'ρχόταν. 'Ενα μέλλον αβέβαιο, ελπιδοφόρο, γεμάτο όνειρα και προσδοκίες. Όλα θέλαμε να τα ζήσουμε, θυμάσαι; Από κει κι έπειτα νοιώθαμε μεγάλες πια, ανεξάρτητες. Σ' ένα χρόνο λέγαμε θα 'χουμε φτάσει πιο κοντά στην ευτυχία. Θα ζούμε ελεύθερα και πιο υπεύθυνα. Η φοιτητική ζωή έμοιαζε ένα όνειρο που σιγά σιγά γινόταν αληθινό. Τότε τα μικρά, που μας πλησίαζαν, διέκοπταν τις ασταμάτητες συζητήσεις μας. Θυμάμαι το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια που ήθελε να μας δώσει το παγωτό του. " Όχι δε θέλουμε..Έχουμε δικά μας!" Και ξανά βυθιζόμασταν σε σχέδια, συζητήσεις, εκμυστηρεύσεις και όνειρα!


Υποτίθεται πως το μέλλον που ονειρεύτηκα μαζί σου, θα 'πρεπε τώρα να το ζούσα. Τώρα θα 'πρεπε να 'μουν πιο ευτυχισμένη, πιο ελεύθερη, πιο υπεύθυνη. Με λίγα λόγια ενήλικη πλέον. Είσαι όμως τον περισσότερο καιρό μακριά μου κι εγώ συχνά νοιώθω ότι είμαι πιο παιδί και πιο ανήμπορη από τότε. Καμιά φορά η αδυναμία μου μοιάζει να 'ναι μεγαλύτερη από εκείνη των σχολικών μου χρόνων. Τότε έβαζα στόχους και τους πετύχαινα, τώρα περπατάω δέσμια ενός χαοτικού κόσμου και πιο αβέβαιου από ποτέ μέλλοντος...


Τέτοιες ημέρες σαν αυτή, εύχομαι να ξαναζούσα εκείνες τις όμορφες στιγμές σαν εκείνες στο παρκάκι μας για να γευτώ τη ζωντάνια και τη θέληση που είχαμε τότε...Μου λείπεις μικρή μου Δανουλίτα...

Κυριακή 11 Μαΐου 2008


Μια πεταλούδα κηνυγάει τις νεράιδες

πάρε την καρδιά μου και δώσε τη στις μάγισσες...



Αν αγαπάς θα δεις λίγα ζητάς πολλά θα πάρεις

μα μην ξεχνάς, νωρίς να ξεκινήσεις να σαλπάρεις...



Κόσμος τρελλός κι εσύ βουβός αν ήξερες τι θέλεις

θα 'σουν αυτός, αληθινός κι όχι εκείνος που ζηλεύεις...



Μα μια ψυχή πιο μαγεμένη κι από τον έρωτα που γνώρισες

πετάει ψηλά, απαλλαγμένη απ'το κακό που πότισες...

..όχι άλλα παραμύθια...

Σ' ένα κελί είναι κλειδωμένη η ψυχή μου....



Μόνη χόρευα..και μόνη θα χορεύω τη ζωή μου...


Γέρνω στο πλάι...μα μ' εγκατέλειψε και το κορμί μου...




Έζησα το δικό μου παραμύθι...που νά 'ξερα ότι ήταν ένα ψέμα..μια πλάνη που απλά μου έκρυβε το φως. Υπάρχει φως; Ή μήπως εμείς βλέπουμε ένα κερί και νομίζουμε ότι είναι ο ήλιος; Μίσος μίσος μίσος αυτό μόνο μου έμεινε. Όλους τους βλέπω με μίσος...και όλα. Τί τους έκανα; Εγώ τους κοιτάω με μίσος; Ή μάλλον αυτοί; Η κατάρα ίσως να φταίει. Αλλά τί λέω. Ποια κατάρα; Δεν είναι η ίδια η κατάρα, αλλά η αξία που δίνεις στην κατάρα. Είμαι τυφλή. Δε βλέπω κανένα χρώμα πια. Ούτε καν το άσπρο και το μαύρο. Δεν ξέρω τί χρώμα έχει η ζωή, δεν ξέρω καν αν έχει χρώμα. Το χρώμα είναι κι αυτό δημιούργημα του ανθρώπου, ένα πλαστό παραμύθι...και για μένα τα παραμύθια έσβησαν. Κάηκαν και τώρα η στάχτη κι ο καπνός τους με πνίγει, δε μ'αφήνει να ζήσω.